Φυσιοκράτης ή Δεισιδαίμων: η θρησκεία είναι άχρηστο και βλαβερό ψέμα

Παραθέτουμε πιο κάτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Πέτρου Παπαγεωργίου με τίτλο: Φυσιοκράτης ή Δεισιδαίμων που αφορά στην σχέση ηθικής και θρησκείας.

«Η μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία του ανθρώπινου γένους ίσως είναι η αρπαγή της ηθικότητας από τη θρησκεία» - Άρθουρ Κλαρκ

Το συνηθέστερο επιχείρημα των υπερασπιστών της θρησκείας είναι ότι μέσω αυτής έγινε δυνατός ο έλεγχος από τα ιερατεία της ηθικής συμπεριφοράς των ανθρώπων, ότι η θρησκεία γέννησε και προέβαλε την ηθική και ότι χωρίς αυτήν οι κοινωνίες δεν θα ήταν δυνατόν να λειτουργήσουν· θα είχαμε ένα ανεξέλεγκτο χάος αταξίας. Όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι παρά μια δόλια απόπειρα αντιστροφής της πραγματικής σειράς των πραγμάτων. 

Οι εκκλησίες ήλθαν μετά. Ήλθαν να αναλάβουν – παρασιτικά και επαγγελματικά – την διαχείριση των ηθικών βάσεων στις οποίες είχαν ΗΔΗ στηθεί οι αρχέγονες κοινωνίες. Δηλαδή ΠΑΡΑΣΙΤΗΣΑΝ σε κάτι που προϋπήρχε και που όντως αποτελούσε εξελικτικό πλεονέκτημα στη διανοητική εξέλιξη του ανθρώπου. Τονίζοντας αυτές τις ηθικές βάσεις με την δήθεν εκφορά τους από θεϊκούς φορείς. Τις έκλεψαν από την κοινωνία και τις απόδωσαν στη βούληση του θεού. Ενός «μπαμπούλα» δηλαδή με ένα τσούρμο «χωροφύλακες», αυτούς της εκκλησίας. Με πειθαναγκαστική επιτήρηση και τιμωρία. Ήτοι φόβο.

Η ηθική, όμως, δεν υπήρξε αποτέλεσμα εντολών ενός ή περισσοτέρων θεών, που στηρίζονται σε υπόσχεση ανταμοιβής ή σε απειλή τιμωρίας σε αυτή τη ζωή ή στην υποτιθέμενη άλλη. Δεν προέρχεται από «αποκάλυψη», αλλά από την εμπειρία της συμβίωσης. Είναι κοινωνική γνώση. Οι ηθικές αρχές εφευρέθηκαν και διαμορφώθηκαν από τον νου των ανθρώπων μέσα από τη διαδικασία της βιολογικής και κυρίως της κοινωνικής μας εξέλιξης. Όταν οι άνθρωποι μάθαιναν ότι πρέπει να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους και την ελευθερία τους, σύμφωνα με τα δικαιώματα των άλλων. 

Είναι αρχές που βοηθούν τους ανθρώπους να προσαρμόζονται και να επιβιώνουν μέσα στην ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ομαδική ζωή, ελέγχοντας τον ανταγωνισμό και διευκολύνοντας τη συνεργασία. Είναι άρθρα ενός Συντάγματος Συμβίωσης το οποίο έστησαν σιγά-σιγά οι άνθρωποι, από τον καιρό των σπηλαίων και της φωτιάς, προσπαθώντας να εμπεδώσουν μια ωφέλιμη για όλους εμπιστοσύνη, συνεργασία, ασφάλεια, δικαιοσύνη, αμοιβαιότητα, αλλά και φιλία, συμπάθεια, αλτρουισμό. Η ηθική είναι ένα συμπεριφορικό σύστημα που αναπτύχθηκε γιατί παρείχε εξελικτικό πλεονέκτημα στις ομάδες που την εφάρμοζαν. Ήταν συνθήκη συνεκτικότητας, για υπεροχή κι επιβίωση. Τότε δεν εκλαμβάνονταν ως «Ηθική»· ήταν συμπερασμοί της εμπειρίας σε κοινή ζωή. Πολύ αργότερα αυτές οι χρήσιμες επιλογές ονομάστηκαν Ηθική και Δίκαιο και Νόμοι. 

Οι ηθικές αρχές δεν είναι «θεόπεμπτες». Είναι απλές πρακτικές γεννημένες από την κοινωνική εμπειρία. Είναι μια καθαρά ανθρώπινη υπόθεση. Βγαίνουν μέσα από την ίδια τη ζωή και ρυθμίζονται από τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες. Έτσι είναι ανεξάρτητες από τη θρησκεία και είναι βέβαιο ότι θα επιβιώνουν όταν η θρησκεία θα έχει καταρρεύσει. Υπάρχουν σήμερα κοινωνίες άπιστες, χωρίς πατέρα θεό, που είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, ηθικές από τις θρησκευόμενες.

Έτσι το καπέλωμα της ηθικής από τη θρησκεία αποτέλεσε τη διαστρέβλωσή της, το ψεύτισμά της. Είναι πλάνη να συνδέουν οι άνθρωποι την ηθική τους με τη θρησκευτική τους πίστη. Η ηθική δεν θα πρέπει να θεμελιώνεται στο μύθο ούτε να ορίζεται από μια αυθεντία, διότι η όποια αμφιβολία γι' αυτά μπορεί να την κλονίσει. Η ηθική συμπεριφορά ενός ατόμου θα πρέπει να βασίζεται στη συμπάθεια προς τους άλλους, στην παιδεία, στους κοινωνικούς δεσμούς και ανάγκες. Στη θεμελιώδη παραδοχή ότι για να ζούμε «μαζί» και να επιβιώσουμε μαζί, πρέπει να τηρούμε κάποιους κανόνες, που μας διαμορφώνουν και μας κάνουν «καλούς». 

Η θρησκευτική βάση δεν είναι αναγκαία. Είναι αξιολύπητος ο άνθρωπος που πρέπει να τον συγκρατεί ο φόβος της θεϊκής τιμωρίας και η ελπίδα της ανταμοιβής μετά θάνατον. Αυτή η εξάρτηση ενέχει ΔΙΑΦΘΟΡA· είναι συναλλαγή που πηγαίνει τον άνθρωπο πίσω ηθικά. Το ξεπέρασμα αυτής της εξάρτησης από τον θεό θα στρέψει τον άνθρωπο προς μια σωστότερη σχέση με τους συνανθρώπους του. 

Άλλωστε καμία έρευνα ή στατιστική ανάλυση δεν έχει δείξει ότι η θρησκευτικότητα ενθαρρύνει ή η έλλειψή της αποθαρρύνει την ουσιαστική ηθική συμπεριφορά των ανθρώπων. Το ίδιο ισχύει και για την ευτυχία τους. Είναι άκρως αμφίβολο αν οι άνθρωποι στις εποχές της απεριόριστης κυριαρχίας των θρησκευτικών δογμάτων ήταν γενικά πιο ευτυχισμένοι από σήμερα. Ηθικότεροι πάντως σίγουρα δεν ήταν. Μάλλον η ανηθικότητα και η υποκρισία στηριζόταν περισσότερο στη θρησκεία από όσο η ηθικότητα.

Εκείνο που κάνει η θρησκευτικότητα είναι να υποθάλπει μια τυραννική και παράλογη ηθικοληπτική δέσμευση, εξαρτημένη από μια καθαρά εγωιστική φροντίδα για «άνωθεν» ατομική προστασία, για αποφυγή της τιμωρίας και για εξασφάλιση της εύνοιας του θεού σε αυτή ή στην άλλη ζωή. Ένα πάρε-δώσε με τον υποτιθέμενο θεό για την εξυπηρέτηση των σκοπών του (που τους γνωρίζει η εκκλησία) και του συμφέροντός μας. Οι θρησκευόμενοι άνθρωποι μπορούν να είναι περισσότερο πονηροί και ανέντιμοι από τους άθρησκους. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι οι μεν θρησκευόμενοι έχουν στο κοσμοείδωλό τους έναν ανακουφιστικό παράγοντα, μάλιστα σοβαρό: τον θεό. Οι άθρησκοι δεν τον έχουν. 

Οι θρησκευόμενοι στη διάρκεια της ζωής τους διδάσκονται από τους επαγγελματίες της θρησκείας το «δούναι και λαβείν» τους με αυτόν τον σοβαρό παράγοντα, το πως τα βρίσκουμε με τον θεό, (με προσευχές, μετάνοιες, ελεημοσύνες, δωρεές στην εκκλησία, συγχωρέσεις κ.τ.λ.), ΜΕΤΑΘΕΤΟΝΤΑΣ σ’ αυτόν την ευθύνη τους για τις όποιες ανομίες τους και παραμένοντας έτσι ξαλαφρωμένοι, πονηροί κι ανέντιμοι σ’ όλη τους τη ζωή. 

Οι άθρησκοι δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια. Η συνείδηση δεν έχει μεσάζοντες. Ένας έντιμος άπιστος δεν μπορεί να εξαπατήσει τον εαυτό του να πιστέψει ότι συγχωρείται μια ανέντιμη/ανήθικη πράξη του. Γιατί αυτός που θα τον συγχωρούσε με κάποιο καλόπιασμα απλούστατα δεν υπάρχει.

Σχόλια