Περί νηστείας: μεταφυσική και διατροφή γίνονται συγκοινωνούντα δοχεία


Οι περιορισμοί στο φαγητό αποτελούν αναπόσπαστο μέρος πολλών πνευματιστικών και θρησκευτικών συστημάτων. Στην Ινδία για παράδειγμα αυτό ανάγεται, εν μέρει, στις σχέσεις ανάμεσα στις φυλές. «Αυτοί οι τύποι τρώνε αγελάδα; Τι βρώμικο ζώο. Κανείς δεν πρέπει να τρώει αγελάδες, είναι ιερές». Στο Ισλάμ η απαγόρευση της βρώσης χοιρινού οφείλεται επίσης στο ότι το γουρούνι θεωρείται βρώμικο ζώο. Πρώτα βεβαίως απαγόρευσε την κατανάλωση αυτού του είδους κρέατος ο ιουδαϊσμός, με τον οποίο ο μουσουλμανισμός έχει μια βιβλική σχέση.

Τίποτα δεν είναι τόσο οικείο και προσωπικό όσο το φαγητό. Οι διατροφικές μας συνήθειες απευθύνονται στον συναισθηματικό μας δυϊσμό, μια ιδέα που προέρχεται πάλι από τα διάφορα πνευματιστικά και θρησκευτικά συστήματα: θέλουμε τα σώματά μας να αποτελούν ναούς καθαρότητας - το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα για παράδειγμα ορίζει το σώμα ως «οικητήριο του αγίου πνεύματος» - και ταυτόχρονα ελπίζουμε να «υπερβούμε» τη σάρκα μας. Οτιδήποτε διακόπτει αυτή τη διαδικασία αντιμετωπίζεται ως μια παρεκτροπή.

Οι πιστοί νηστεύουν για καθαρισμό, επειδή τους το υπαγορεύει η θρησκεία τους, προκειμένου να σώσουν τη ψυχή τους. Ο άνθρωπος, όμως, ήδη έχει ένα φυσικό μηχανισμό που καθαρίζει το σώμα του, ανεξάρτητα από το τι καταναλώνει. Είναι το κυκλοφορικό μας σύστημα, ενώ όλοι προσέχουμε σε κάποιο βαθμό τι τρώμε, όχι μόνο κατά τις λεγόμενες περιόδους των νηστειών. Απλά σε τέτοιες περιόδους δίδεται μια αυστηρή, ενίοτε φανατική, θρησκευτικότητα στα τρόφιμα.

Ο απολυταρχισμός είναι το πραγματικό ζήτημα εδώ. Όπως το θέτει ο θρησκευτικός ακαδημαϊκός και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο: The gluten lie: And other myths about what you eat (Regan Arts, 2015), Alan Levinovitz: «Οι ιδέες της θρησκείας είναι τόσο ισχυρές, ώστε οι άνθρωποι δεν μπορούν να τις υποστηρίξουν χωρίς να εγκαταλείψουν ένα μέρος της ταυτότητάς τους. Αν έχετε υιοθετήσει μια νηστεία και έχει γίνει μέρος της ταυτότητάς σας, ζητώντας σας να το ξανασκεφτείτε και να φάτε κάτι άλλο, είναι σαν να σας ζητάνε να παραιτηθείτε από την πίστη σας, να παραδεχθείτε ότι ο πυρήνας της ταυτότητάς σας είναι λανθασμένος».

Στο βιβλίο του με τίτλο: The storytelling animal: How stories make us human (Mariner Books, 2013), ο Jonathan Gottschall γράφει ότι οι άνθρωποι δεν είναι τόσο φυσικοί αφηγητές, όσο οι εγκέφαλοί τους είναι επιρρεπείς στη δύναμη μιας ιστορίας. Οι εγκέφαλοί μας μισούν τα κενά. Θα εφεύρουμε όλων των ειδών ιστορίες για να συμπληρώσουμε όσα παραμένουν ανεξήγητα. Αυτό μπορεί να είναι η νευρωνική βάση για τη θρησκεία.

Είναι εύκολο να δούμε πώς η σχέση μας με την τροφή ακολουθεί την ίδια τροχιά με τα κενά, τα ανεξήγητα, τα άγνωστα. Η θρησκεία δεν ήταν εδώ πριν από εμάς. Προήλθε εν μέρει από τη συνεχή αναζήτηση της αγνότητας, την αίσθηση της «ανωτερότητας» από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο και από άλλες φυλές που θεωρούνταν βρώμικες. Η θρησκεία είναι ένα πρότυπο σκέψης, οπότε είναι λογικό ότι αυτά με τα οποία τρέφουμε το μυαλό μας και αυτά με τα οποία τροφοδοτούμε το σώμα μας, ακολουθούν παρόμοια πορεία.

Μεταφυσική και διατροφή γίνονται συγκοινωνούντα δοχεία. Ακριβώς όπως το άγχος, το άγνωστο και ο φόβος του θανάτου μας οδήγησαν εξαρχής στη δημιουργία των θεοτήτων, έτσι και οι σκέψεις ότι κάποιες τροφές καταστρέφουν την πίστη μας, την προσευχή μας, τον θρησκευτικό κώδικα ηθικής μας, τον διαλογισμό μας, μας οδηγούν στη νηστεία, για να επιτύχουμε την σωματική κάθαρση και την σωτηρία της λεγόμενης ψυχής μας.

Περισσότερα εδώ

Σχόλια